- κακούργος
- α, ο [ος , ον ] 1.1) злодейский; преступный; 2) беспощадный; жестокий; 2. (о, η ) злодей, -ка; преступни|к, -ца
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κακούργος, -α, -ο — και ικο 1. ως ουσ., εγκληματίας, κακοποιός: Οι κακούργοι κλείνονται στις φυλακές. 2. σκληρός: Μ έφαγες, κακούργα. 3. εγκληματικός: Έχει κακούργα ένστικτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κακοῦργος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακούργος — α, ο και ικο (AM κακοῡργος, ον, Α ποιητ. τ. κακοεργής, ές και κακοεργός, όν) 1. ως ουσ. ο κακούργος, η κακούργα, το κακούργο και κακούργικο ένοχος κακουργήματος, κακοποιός, εγκληματίας («ἐσταύρωσαν αὐτὸν καὶ τοὺς κακούργους, ὃν μὲν ἐκ δεξιῶν ὃν… … Dictionary of Greek
κακουργότερον — κάκουργος doing ill adverbial comp κάκουργος doing ill masc acc comp sg κάκουργος doing ill neut nom/voc/acc comp sg κακοῦργος adverbial comp κακοῦργος masc acc comp sg κακοῦργος neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακουργοτάτων — κάκουργος doing ill fem gen superl pl κάκουργος doing ill masc/neut gen superl pl κακοῦργος fem gen superl pl κακοῦργος masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακουργοτέρων — κάκουργος doing ill fem gen comp pl κάκουργος doing ill masc/neut gen comp pl κακοῦργος fem gen comp pl κακοῦργος masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακουργότατα — κάκουργος doing ill adverbial superl κάκουργος doing ill neut nom/voc/acc superl pl κακοῦργος adverbial superl κακοῦργος neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακουργότατον — κάκουργος doing ill masc acc superl sg κάκουργος doing ill neut nom/voc/acc superl sg κακοῦργος masc acc superl sg κακοῦργος neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακούργω — κάκουργος doing ill masc/fem/neut nom/voc/acc dual κάκουργος doing ill masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) κακοῦργος masc/fem/neut nom/voc/acc dual κακοῦργος masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακούργως — κάκουργος doing ill adverbial κάκουργος doing ill masc/fem acc pl (doric) κακοῦργος adverbial κακοῦργος masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοεργόν — κακοῦργος masc/fem acc sg (epic) κακοῦργος neut nom/voc/acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)